- μπαρκάρω
- (Μ μπαρκάρω και ἰμπαρκάρω)1. επιβιβάζω κάποιον σε πλοίο («μπαρκάρησα τον αδελφό μου για την Αμερική»)2. επιβιβάζομαι σε πλοίονεοελλ.1. φορτώνω εμπορεύματα σε πλοίο2. επιβιβάζομαι σε πλοίο για να αναλάβω υπηρεσία, ναυτολογούμαι («μπαρκάρησε ως μούτσος σε παναμέζικο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. im-barcare].
Dictionary of Greek. 2013.